-
1 ἌΝΤα
ἌΝΤα, fast nur Ep., 1) advb., entgegen, gegenüber, ins Angesicht, ἄντα μάχεσϑαι, Mann gegen Mann kämpfen, Il. 19, 163; ϑεοῖς ἄντα ἐῴκει 24, 630, er glich den Göttern, gegen sie gehalten od. ins Angesicht, d. i. vollkommen; ἄντα τιτύσκεσϑαι, gerad drauf los zielen, Od. 21, 48; ἄντα δ' ἀνασχομένω χερσὶ ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον Iliad. 23, 686; ἀλλ' ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος Iliad. 13, 184. 404. 503. – Pind. σκοποῠ ἄντα τυχεῖν, gegen das Ziel treffen, N. 6, 28; Eur. Alc. 880 εἰςιδεῖν ἄντα. – Häufiger 2) als praepos. mit dem gen., gegenüber, Ἤλιδος Il. 2, 626. So ἄντα ϑυράων ἧστο Ap. Rh. 3, 44; ἄντα σέϑεν, vor dir, in deiner Gegenwart, Od. 4, 160; ἄντα παρειάων σχομένη κρήδεμνα, sie hatte den Schleier vor die Wangen gezogen, Od. 1, 334 u. öfter. Gew. in feindlicher Bdtg, gegen, Διὸς ἄντα ἔγχος ἀεῖραι Il. 8, 424; ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Iliad. 20. 89; εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς 17, 29; Λητοῖ δ' ἀντέστηἙρμῆς, ἄντα δ' ἄρ' Ἡφαίστοιο μέγας ποταμός Iliad. 20, 73; ἄντα σέϑεν Ξάνϑον μάχῃ ἠίσκομεν εἶναι 21, 331; ἀλλ' ἄγ' ἀνὴρ ἄντ' ἀνδρὸς ἴτω Iliad. 20, 355; ὅς κε σεῦ ἄντα ἔλϑῃ ἀμυνόμενος Iliad. 16, 621; Ἕκτωρ δ' ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο 15, 415; ἄντα Ποσειδάωνος ἐναντίβιον πολεμίζειν 21, 477. Zweifelhaft Iliad. 8, 233 Τρώων ἄνϑ' έκατόν τε διηκοσίων τε ἕκαστος στήσεσϑ' ἐν πολέμῳ, wo Aristarch ἀντί verstand u. desbalb ἀνϑ' las, Herodian ἄντα verstand u. deshalb ἄνϑ' las, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 120. Zweifelhaft auch Od. 6, 141 στῆ δ' ἄντα σχομένη, s. Scholl.
-
2 ἄντα
ἄντα, ἄντ (cf. ἀντί): adv. and prep., opposite, over against; ἄντα τιτύσκεσθαι, aim ‘straight forward;’ ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13.184; ἄντα μάχεσθαι, ‘with the enemy;’ στῆ δ' ἄντα σχομένη, halted and ‘faced’ him, Od. 6.141 ; θεοῖσιν ἄντα ἐῴκει, ‘in visage,’ Il. 24.630 (cf. ἄντην); as prep., w. gen., Ἤλιδος ἄντα, over against, Il. 2.626 ; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, ‘before’ her cheeks, Od. 1.334 ; ἄντα σέθεν, Od. 4.160; and freq. in hostile sense, θεοὶ ἄντα θεῶν ἴσαν, Il. 20.75; Διὸς ἄντα πτολεμίζειν, Il. 8.428, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄντα
-
3 αντα
Iadv.1) прямо (на)против, лицом к лицу(μάχεσθαι Hom.)
2) прямо, напрямик(τιτύσκεσθαι Hom.; σκοποῦ τυχεῖν Pind.; εἰσιδεῖν πρόσωπόν τινος Eur.)
ἐοικέναι ἄ. τινί Hom. — быть чрезвычайно похожим на кого-л.II1) лицом к лицу с …, против(τινὸς πολεμίζειν Hom.)
τινὸς ἄ. ἔγχος ἀεῖραι Hom. — поднять копье на кого-л.2) передἄ. σέθεν Hom. — в твоем присутствии;
χλαῖνα ἄ. ὀφθαλμοῖϊν ἀνασχών Hom. — закрыв глаза плащом -
4 ἄντα
A over against, face to face, in Hom. mostly in the phrases, ἄ. μάχεσθαι fight man to man, Il.19.163; ἄ. ἰδεῖν look before one, ib.13.184, cf.E.Alc. 877 (lyr.); θεοῖς ἄ. ἐῴκει he was like the gods to look at, Il.24.630;εἴδεται ἄ. πελιδνή Nic.Th. 238
; ἄ. τιτύσκεσθαι aim straight at them, Od.22.266, cf. Pi.N.6.27;ἄ. πρός τινος Epigr.Gr.223.4
(Milet.).II as Prep. with gen., like ἀντί, over against,Ἤλιδος ἄ. Il.2.626
; ἄ. παρειάων σχομένη κρήδεμνα.. before her cheeks, Od.1.334;ἄντ' ὀφθαλμοῖϊν 4.115
; also of persons, ἄ. σέθεν before thee, to thy face, ib. 160, cf. 22.232; so in Il.21.331, with a notion of comparison, confronted with thee; ἕρπει ἄ. τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδεν rivals it, Alcm.35. -
5 ἄντ
ἄντα, ἄντ (cf. ἀντί): adv. and prep., opposite, over against; ἄντα τιτύσκεσθαι, aim ‘straight forward;’ ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13.184; ἄντα μάχεσθαι, ‘with the enemy;’ στῆ δ' ἄντα σχομένη, halted and ‘faced’ him, Od. 6.141 ; θεοῖσιν ἄντα ἐῴκει, ‘in visage,’ Il. 24.630 (cf. ἄντην); as prep., w. gen., Ἤλιδος ἄντα, over against, Il. 2.626 ; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, ‘before’ her cheeks, Od. 1.334 ; ἄντα σέθεν, Od. 4.160; and freq. in hostile sense, θεοὶ ἄντα θεῶν ἴσαν, Il. 20.75; Διὸς ἄντα πτολεμίζειν, Il. 8.428, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄντ
-
6 ἀνα-φαίνω
ἀνα-φαίνω, aufleuchten oder auflodern lassen, Od. 18, 310; gew. übtr., an den Tag bringen, offenbaren, kundmachen, ϑεοπροπίας Il. 1, 87; Ὀδυσσέα Od. 4, 254, entdecken, daß es Odysseus sei; ποδῶν ἀρετήν Il. 20, 411; ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν ἄντα σέϑεν Od. 4, 159; oft bei Pind., βασιλέα, Κυράναν, πόλιν, preisen, P. 4, 62. 9, 75 N. 9, 12; Aesch. βοάν, erheben, Suppl. 809; Eur. Bacch. 530 ἀναφαίνει χϑόνιον γένος ἐκφύς τε δράκοντός ποτε Πενϑεύς, er zeigt das Erdgeschlecht, und daß er einst aus einem Drachen entsproß; auch sonst mit partic., τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαϑοὺς ὄντας ἀναφ. Plat. Critia 108 c; aor. I. med. bei Pind. I. 3, 89 ἀνεφήνατο νίκας, in derselben Bdtg. – Pass. (mit dem aor. ἀνεφάνην, u. fut. pass., κακὸν ἀναφανησόμενον Antiph. 1, 13; oft bei Plat.; doch auch fut. med., Polit. 289 c Legg. V, 744 a), sichtbar werden, sich zeigen, erscheinen, ἐκ νεφέων – ἀστήρ Il. 11, 62; πατρὶς ἄρουρα Od. 10, 29; ὄλεϑρος Il. 17, 244; ἀνεφάνη μούναρχος, er wurde plötzlich, zeigte sich als Alleinherrscher, Her. 3, 82; vgl. 1, 36; ἀνεφάνη δεσπότης Plat. Gorg. 484 a. Vom act. kommt der aor. I. in intrans. Bdtg vor, Her. 1, 165 πρὶν τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, ehe diese Masse zum Vorschein käme (richtiger wohl als transit. zu nehmen); Mus. 111 u. Sp.; u. nur so perf. II. ἀναπέφηνα, Soph. O. C. 1225; Her. 2, 15; Xen. Cyr. 3, 2, 7 Hell. 3, 5, 8; κονιορτὸς ἀναπέφηνε, wird so genannt, Anaxandr. Ath. VI, 242 d; Plat. aber κλέπτης τις ὁ δίκαιος ἀναπέφανται, mit hervortretender passiv. Beziehung, Rep. I, 334 a.
-
7 εισκω
(только praes. и impf. ἤϊσκον)1) уподоблять2) приравнивать, находить похожимἐ. τινὰ Ἀρτέμιδι Hom. — принять кого-л. за Артемиду
3) считать, находить, полагатьἐγὼ νοέω ὡς σὺ ἐΐσκεις Hom. — я думаю как и ты;
ἄντα σέθεν Ξάνθον μάχῃ ἠΐσκομεν (pl. = sing.) εἶναι Hom. — я нахожу, что Ксант - достойный для тебя противник в бою;ἀθανατων τίν΄ ἐΐσκομεν πῆμα εφειναι Theocr. — полагаю, что (это) бедствие ниспослал кто-то из бессмертных -
8 ἐΐσκω
ἐΐσκω, poet. Verb,A only [tense] pres. and [tense] impf. (exc. [tense] fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d):— make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313 :—[voice] Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72.II deem like, liken,τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362
, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159.2 c. acc. et inf., deem, suppose,οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363
, cf. Il.13.446;ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332
, cf. Theoc.25.199.3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝε-ϝίκ-σκω, cf. ([etym.] ϝ) έ- (ϝ) οικ-α, (ϝ) ε- (ϝ) ικ-υῖα.) -
9 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
10 ἄντομαι
A = ἀντάω, meet, Il.2.595, al.; esp. in battle, c. dat.,ἀλλήλοισιν ἄντεσθ' ἐν πολέμῳ 15.698
, cf. 16.788;ἀργύρῳ ἀντομένη.. ἐτράπετ' αἰχμή 11.237
; soχαλεπῇ ἤντ. θευμορίη Call.Epigr.32
: abs., διπλόος ἤντετο θώρηξ the breastplate opposed or stopped (the dart), Il.4.133.2 meet with favour, greet, Pi.P.2.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄντομαι
См. также в других словарях:
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek
εΐσκω — ἐΐσκω και ἴσκω (Α) 1. εξομοιώνω 2. θεωρώ όμοιο, παρομοιάζω 3. υποθέτω, νομίζω («ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι») … Dictionary of Greek